Η μυοστατίνη είναι μια γλυκοπρωτεΐνη, η οποία εκφράζεται κυρίως στο σκελετικό μυ αναστέλλοντας την ανάπτυξή του.
Μυοστατίνη και όλα όσα πρέπει να γνωρίζεις!
Φυσικοί ΑναστολείςΗ αναστολή της δράσης της μυοστατίνης στους μυοβλάστες και στα δορυφορικά κύτταρα οδηγεί σε αυξημένο πολλαπλασιασμό τους και σημαντική μυϊκή ανάπτυξη. Παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν στη «φυσική» αναστολή της μυοστατίνης είναι οι παρακάτω:
Η έκφραση της μυοστατίνης μειώνεται σημαντικά (περίπου κατά 40%) μετά από πρόγραμμα heavy duty,ανεξαρτήτως ηλικίας. Mελέτες έδειξαν ότι η χαμηλής έντασης αεροβική άσκηση μπορεί επίσης να μειώσει σημαντικά το ποσό της μυοστατίνης. Είναι ενδιαφέρον ότι, όταν τα επίπεδα μυοστατίνης μειώνονται, υπάρχει μια σημαντική αύξηση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη.
Επειδή η ινσουλίνη είναι μια εξαιρετικά αναβολική ορμόνη, που έχει τη δυνατότητα να αυξήσει δραστικά την πρωτεϊνική σύνθεση το εύρημα αυτό αποτελεί πρόσθετο μηχανισμό με τον οποίο αναστολή της μυοστατίνης, θα μπορούσε να ενισχύσει τη μυϊκή ανάπτυξη.
Η αυξητική ορμόνη (GH) αναστέλλει την έκφραση της μυοστατίνης, καθότι οι αναβολικές επιδράσεις τnς GH στον μυ προέρχονται από έναν συνδυασμό της δράσης του αυξητικού παράγοντα της ινσουλίνης-σωματομεδίνης C (Igf-1) και της περιορισμένnς απελευθέρωσnς μυοστατίνnς.
Κρεατίνη και μυοστατίνη
Εκτός από την προφανή λειτουργία της κρεατίνης ως πρωταρχικό μόριο αποθήκευσης της ενέργειας (ΑΤP) που χρησιμοποιείται από τα μυϊκά κύτταρα, η κρεατίνη έχει επίσης δειχθεί ότι συμβάλλει στη μυϊκή ανάπτυξη διεγείροντας την παραγωγή των μυϊκών πρωτεϊνών, όπως η μυοσίνη. Πρόσφατα, ωστόσο διαπιστώθηκε ότι η κατανάλωση κρεατίνης προκαλεί μείωση στα επίπεδα της μυοστατίνης στα μυϊκά κύτταρα, οδηγώντας σε σημαντική μυϊκή ανάπτυξη. Αν και οι ακριβείς μοριακές αλληλεπιδράσεις μεταξύ κρεατίνης και μυοστατίνης δεν είναι ακόμα πλήρως γνωστές, η κρεατίνη αναγνωρίζεται ως εργογόνο συμπλήρωμα.
Λευκίκη και αμινοξέα
Τα αμινοξέα και ειδικότερα η λευκίνη έχουν την ικανότητα να μειώνουν την έκφραση της μυοστατίνης στα μυϊκά κύτταρα.
Η λευκίνη ανήκει στα απαραίτητα αμινοξέα , δηλαδή σε αυτά που δεν μπορεί να βιοσυνθέσει ο ανθρώπινος οργανισμός και πρέπει να λαμβάνονται έτοιμα με την τροφή. Είναι αμινοξύ διακλαδισμένο και ανήκει στα bcaas, κατέχοντας τη μεγαλύτερη συγκέντρωση αναλογικά από τα τρία (2-1-1). Είναι αντικαταβολική και σε μεγάλες δόσεις αναβολική. Έχει δεκαπλάσια θετική επίδραση όσον αφορά στην πρωτεϊνοσύνθεση σε σχέση με τα υπόλοιπα αμινοξέα.
Τροφές πλούσιες σε λευκίνη είναι το ασπράδι αυγού, το κοτόπουλο, το μοσχάρι, οι ξηροί καρποί, τα προϊόντα ολικής αλέσεως, οι πρωτεΐνες σόγιας, το αποβουτυρωμένο γάλα.
Βιταμίνη D και μυοστατίνη
Η βιταμίνη D3 (καλσιφερόλη) προάγει σε κυτταρικό επίπεδο την έκφραση της φολλιστατίνης, ενώ αναστέλλει την έκφραση της μυοστατίνης. Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έκφραση της μυοστατίνης ενεργοποιείται από τα γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόλη). Έχει αποδειχθεί in vitro ότι η αύξηση της μυοστατίνης με αποτέλεσμα την μυϊκή ατροφία είναι δοσοεξαρτώμενη και χρονοεξαρτώμενη από τα γλυκοκορτικοειδή.
Η βιταμίνη D (καλσιφερόλη), προσλαμβάνεται μέσω της τροφής και περιέχεται σε τρόφιμα όπως τα μύδια, οι γαρίδες, τα αυγά και σε ψάρια όπως ο σολομός, βακαλάος, τόνος, σκουμπρί. Επίσης το ανθρώπινο δέρμα με την επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας UV, μπορεί να συνθέσει το 80-100% των απαιτήσεων του οργανισμού σε βιταμίνη D. Και οι δύο αυτές μορφές μετατρέπονται με την επίδραση ενζύμων στο ήπαρ και τα νεφρά στην ενεργό βιταμίνη D, η οποία και συμμετέχει τελικά στην ομοιόσταση του ασβεστίου. Yποδοχείς της 1,25(OH)D3 ενεργός μεταβολίτης της βιταμίνης D, που εκτός από τον εντερικό βλεννογόνο υπάρχουν και στους οστεοβλάστες αλλά και στα μυϊκά κύτταρα.
Στα συμπτώματα έλλειψης βιταμίνης D περιλαμβάνεται η μυϊκή αδυναμία και οι μυαλγίες. Επίπεδα συγκεντρώσεων στον ορό της 25-υδρόξυβιταμίνης D < 50 nmol/l έχουν συσχετιστεί με ελάττωση της μυϊκής ισχύος και απώλεια της μυϊκής μάζας. Μέχρι τώρα ήταν γνωστό ότι, η βιταμίνη D συμβάλλει έμμεσα στην αύξηση της μυϊκής ισχύος ρυθμίζοντας την οστική ανακατασκευή και την απορρόφηση του ασβεστίου και του μαγνησίου, τα οποία είναι αναγκαία για την ισχυρή μυϊκή συστολή.
Υπάρχει μια ισχυρή αντίστροφη σχέση μεταξύ της ποσότητας της βιταμίνης D και του ποσοστού λίπους των μυών. Ελλιπή ή ανεπαρκή επίπεδα βιταμίνης D ισοδυναμούν με μεγαλύτερη πιθανότητα λιπώδους διήθησης στους μυς. Η λιπώδης διήθηση του μυϊκού ιστού επηρεάζει τη δύναμη. Οι μυϊκές ίνες ταχείας συστολής (τύπου 2) περιορίζονται όταν υπάρχει έλλειψη βιταμίνης D. Οι λευκές μυϊκές ίνες , πλούσιες σε PC και γλυκογόνο, έχουν παχύτερο νευράξονα. Αυτό μεταφράζεται σε ταχύτερες νευρικές ώσεις και κατά συνέπεια ταχύτερα ερεθίσματα. Συνεπώς η ελάττωσή τους επηρεάζει τη μυϊκή συστολή. Οι ερευνητές έδειξαν ότι η βιταμίνης D προάγει σε κυτταρικό επίπεδο την έκφραση του αυξητικού παράγοντα IGF -II και της φολλιστατίνης, ενώ αναστέλλει την έκφραση της μυοστατίνης.Η μυοστατίνη (αυξητικός παράγοντας διαφοροποίησης 8 [GDF-8]) ρυθμίζει το μέγεθος των μυών, εμποδίζοντας την εκτεταμένη ανάπτυξη. Τα δορυφόρα κύτταρα και οι μυοβλάστες είναι οι στόχοι της μυοστατίνης. Παράγοντες που αναστέλλουν τη δράση της (όπως η φολλιστατίνη), αποτελούν ρυθμιστές της ανάπτυξης, επιταχύνοντας την ανάπτυξη των αρχέγονων μυϊκών κυττάρων. Συνεπώς η βιταμίνη D δρώντας ως αναστολέας της μυοστατίνης, αυξάνει τη μυϊκή μάζα.
Τα άρθρα μας προορίζονται για εκπαιδευτικούς και πληροφοριακούς σκοπούς και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ιατρικές συμβουλές. Για οποιαδήποτε διευκρίνηση, είτε αλλαγές στο διατροφικό σας πρόγραμμα είτε λήψη οποιουδήποτε συμπληρώματος διατροφής, συμβουλευτείτε τον προσωπικό σας επαγγελματία διατροφολόγο ή γιατρό.
Βιβλιογραφία
Τουλιάτος, Γ. (2015) «Επιστημονική Προσέγγιση και Ιατρική Πρόληψη στη μυϊκή ανάπτυξη». Αθήνα. Εκδόσεις Αστάρτη.